Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

της αρέσει να

  • 1 επιδεικνύω

    (αόρ. επέδειξα) μετ.
    1) показывать; указывать; 2) предъявлять;

    επιδεικνύω την ταυτότητα — предъявлять пропуск;

    3) выказывать, обнаруживать, проявлять;
    4) выставлять напоказ, демонстрировать; хвастать, щеголять; 1) — франтить, щеголять;

    2) кичиться, гордиться, зазнаваться;

    της αρέσει να επιδεικνύεται παντού — ей нравится везде выставлять себя напоказ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιδεικνύω

  • 2 ανησυχήσαμε!

    Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);

    άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;

    λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;

    χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;

    δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;

    τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;

    απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;

    εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;

    μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;

    ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;

    ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;

    ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;

    ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;

    ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;

    τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;

    τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;

    ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;

    εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;

    ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;

    αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;

    ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;

    ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;

    ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;

    Федот, да не тот;
    2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;

    ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;

    ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;

    ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;

    2) другой; иной;

    κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;

    καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;

    ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;

    ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;

    φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;

    σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;

    ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;

    ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;

    ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;

    ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;

    ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;

    ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;

    ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;

    ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;

    ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;

    б) в среднем;

    τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανησυχήσαμε!

  • 3 μάθημα

    τό
    1) урок, занятие; лекция;

    κάνω μάθημα — а) брать урок, заниматься; — б) проводить занятие, преподавать;

    λείπω απ' το μάθημα — отсутствовать на уроке;

    παρακολουθώ (τα) μαθήματα посещать уроки;
    η έναρξη των μαθημάτων начало занятий; παραδίδω (παίρνω) μαθήματα давать (брать) уроки; 2) урок, задание; προπαρασκευάζω τα μαθήματα μου делать уроки;

    λέω το μάθημα — отвечать урок;

    З) (учебный) предмет, дисциплина;

    δεν μού αρέσει το μάθημα της Γεωγραφίας — я не люблю географию;

    4) перен. урок; назидание;
    5) привычка (чаще дурная);

    τό έχω μάθημα να τρώγω τα νύχια μου — иметь привычку кусать ногти;

    § τα παθήματα μαθήματα или, τα παθήματα γίνονται μαθήματα погов, на ошибках учатся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάθημα

См. также в других словарях:

  • μπολού — η γυναίκα που γυρίζει συνεχώς στους δρόμους, που δεν τής αρέσει να μένει στο σπίτι της. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπολεύω «περιφέρομαι» + κατάλ. ού] …   Dictionary of Greek

  • ντύσιμο — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ντύνω, ένδυση ή κάλυψη με ρούχα 2. επένδυση, επικάλυψη («ντύσιμο βιβλίου») 3. το σύνολο τών ενδυμάτων ή ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κανείς, περιβολή (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «τής αρέσει το… …   Dictionary of Greek

  • αμαζόνα — η 1. γυναίκα που της αρέσει η ιππασία, γυναίκα με αντρικό χαρακτήρα: Της άρεσε το κυνήγι κι η ιππασία· ήταν σωστή αμαζόνα. 2. στον πληθ. ως κύρ. όν., Αμαζόνες μυθικό έθνος πολεμόχαρων γυναικών που μάχονταν έφιππες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτάς — άδος, ἡ Α (για γυναίκα) αυτή που τής αρέσει να πίνει, μπεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + επίθημα άς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • σουρλουλού — η, Ν 1. γυναίκα που τής αρέσει να γυρίζει στους δρόμους 2. συνεκδ. γυναίκα με επιλήψιμη ηθική και διαγωγή …   Dictionary of Greek

  • φιληλιάς — άδος, ἡ, Α αυτή που αγαπά τον ήλιο, που τής αρέσει ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἥλιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. βοσκ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπαιδεύτρια — ἡ, Α αυτή που τής αρέσει να διδάσκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παιδεύτρια, θηλ. τού παιδευτής «παιδαγωγός, εκπαιδευτής» (< παιδεύω)] …   Dictionary of Greek

  • χαροκοπίστρα — η, Ν 1. αυτή που τής αρέσει να διασκεδάζει, να γλεντά 2. παροιμ. «Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα» δηλώνει ότι, όταν κάποιος γλεντά αλόγιστα και χωρίς μέτρο, την επομένη μετανιώνει, διότι έχει μείνει απένταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύτρα — η, Ν γυναίκα που τής αρέσει να χαϊδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαϊδεύω + κατάλ. θηλ. τρα (πρβλ. πλανεύ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμιζόλα — η (λ. ιταλ.), είδος ευρύχωρου γυναικείου πουκάμισου: Της αρέσει να φορεί καμιζόλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»